- αποστέγασμα
- ἀποστέγασμα, το (Α)σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτι («ἀποστέγασμα ψύχους»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστέγασμα — protection against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)